Anonymous

σταλάγμιον: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_22)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰλάγμιον''': τό, ὑπόκορ. τοῦ σάλαγμα, ἐν τῷ πληθ., ἐνώτια, παρὰ Πλαύτ. Men. 3. 3, 18.
|lstext='''στᾰλάγμιον''': τό, ὑπόκορ. τοῦ σάλαγμα, ἐν τῷ πληθ., ἐνώτια, παρὰ Πλαύτ. Men. 3. 3, 18.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[στάλαγμα]]<br /><b>στον πληθ.</b> <i>τά σταλάγμια</i><br />σκουλαρίκια όμοια με μικρές σταγόνες.
}}
}}