Anonymous

στάξις: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_9)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στάξις''': ἡ, ([[στάζω]]) τὸ στάζειν, «στάξιμον», π.χ. αἵματος ἐκ τῆς [[ῥινός]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, πρβλ. 80Ε· 171Ε, στ. αἵματος ἐκ ῥινῶν ὁ αὐτ. 183 ΙΙ.
|lstext='''στάξις''': ἡ, ([[στάζω]]) τὸ στάζειν, «στάξιμον», π.χ. αἵματος ἐκ τῆς [[ῥινός]], Ἱππ. Κωακ. Προγν. 125, πρβλ. 80Ε· 171Ε, στ. αἵματος ἐκ ῥινῶν ὁ αὐτ. 183 ΙΙ.
}}
{{grml
|mltxt=-εως, ἡ, Α [[στάζω]]<br />[[στάξιμο]] («[[στάξις]] ἀπὸ ῥινῶν αἵματος», Ιπποκρ.).
}}
}}