Anonymous

στανύω: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_23)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στανύω''': Κρητ. ἀντὶ [[ἵστημι]]. - Μέσ., στανύεσθαι πόλιν Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2556, ἴδε Böckh σ. 416.
|lstext='''στανύω''': Κρητ. ἀντὶ [[ἵστημι]]. - Μέσ., στανύεσθαι πόλιν Ἐπιγραφ. Κρητ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2556, ἴδε Böckh σ. 416.
}}
{{grml
|mltxt=Α (το μέσ.) <i>στανύομαι</i><br />[[ορίζω]] ως διαιτητή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ἵστημι]] που μαρτυρείται σε κρητική [[επιγραφή]] και [[είτε]] αποτελεί αρχαίο τ. (<b>πρβλ.</b> αβεστ. <i>fra</i>-<i>stan</i>-<i>v</i>-<i>anti</i> «προΐστανται») [[είτε]] αναλογικό σχηματισμό από ενεστ. σε -<i>ύω</i> (<b>πρβλ.</b> [[ανύω]])].
}}
}}