3,270,579
edits
(6_11) |
(38) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σταυρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς σταυρόν, διὰ σταυροῦ, [[σημεῖον]], [[θάνατος]], [[σχῆμα]] Βυζ. | |lstext='''σταυρικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ [[ὅμοιος]] πρὸς σταυρόν, διὰ σταυροῦ, [[σημεῖον]], [[θάνατος]], [[σχῆμα]] Βυζ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σταυρικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σταυρός]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σταυρό του Χριστού<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[σχήμα]] σταυρού<br /><b>3.</b> (για τον θάνατο ή το [[μαρτύριο]]) αυτός που γίνεται [[επάνω]] στον σταυρό, με τον σταυρό («τὸν Πέτρον τὸν σταυρικὸν ἀναδεξάμενον θάνατον», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[σταυρικός]] [[ναός]]»<br /><b>αρχιτ.</b> [[ναός]] με [[σχήμα]] σταυρού, [[σταυρεπίστεγος]]. | |||
}} | }} |