Anonymous

σταύρωμα: Difference between revisions

From LSJ
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />clôture de pieux, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />clôture de pieux, palissade.<br />'''Étymologie:''' [[σταυρόω]].
}}
{{grml
|mltxt=το, ΝΜΑ [[σταυρῶ</i>, -<i>ώνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχηματισμός]] του σημείου του σταυρού ως [[ευχή]] σε κάποιον ή για [[ξεμάτιασμα]]<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[συνεχής]] [[παρενόχληση]]<br /><b>3.</b> η πρώτη [[σχηματοποίηση]] του εμβρύου τών πτηνών στα αβγά<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> η [[αλλαγή]] της θέσης τών ελαστικών στα τετράτροχα οχήματα [[χιαστί]], για να επιτευχθεί ομοιόμορφη [[φθορά]] του πέλματός τους<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />η [[προσήλωση]] σε σταυρό, ο [[σταυρικός]] [[θάνατος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[περίφραξη]] με πασσάλους, [[περιχαράκωση]].
}}
}}