Anonymous

σπυρίδιον: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_3)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπῠρίδιον''': [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σπυρίς]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - [[ὡσαύτως]] παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.
|lstext='''σπῠρίδιον''': [ῐ], τό, ὑποκορ. τοῦ [[σπυρίς]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 453, 469, Φερεκρ. ἐν «Ἐπιλήσμονι» 3˙ - [[ὡσαύτως]] παρὰ Βυζ., σπυριδάλιον, τό.
}}
{{grml
|mltxt=και [[σφυρίδιον]] και [[σφυρίδον]] και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α [[σπυρίς]], -[[ίδος]] / [[σφυρίς]]<br />μικρή [[σπυράς]], μικρό [[κομμάτι]] κοπριάς αιγοπροβάτων.
}}
}}