3,270,824
edits
(6_9) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στακτή''': ἡ, ([[στάζω]]) Λατιν. Stacta τὸ [[ἔλαιον]] τὸ κατασταλάζον ἐκ νωπῆς μύρρας ἢ κινναμώμου, «τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον» Ἡσύχ., Ἀντιφάν. ἐν «Φρεαρρ.» 1, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 10, π. Ὀσμ. 29, κτλ. | |lstext='''στακτή''': ἡ, ([[στάζω]]) Λατιν. Stacta τὸ [[ἔλαιον]] τὸ κατασταλάζον ἐκ νωπῆς μύρρας ἢ κινναμώμου, «τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον» Ἡσύχ., Ἀντιφάν. ἐν «Φρεαρρ.» 1, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 10, π. Ὀσμ. 29, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σταχτή Ν<br />[[αλισίβα]], [[σταχτόνερο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αιθέριο [[έλαιο]], [[βάλσαμο]] που παρασκευαζόταν από τρυφερή [[σμύρνα]] (α. «[[στακτή]]<br />τὸ ἀπὸ σμύρνης γινόμενον», <b>Ησύχ.</b><br />β. «χιλίοις δὲ λιβανωτοῡ καὶ διακοσίοις τῆς λεγομένης στακτῆς», <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. [[στακτός]]]. | |||
}} | }} |