Anonymous

στελεχόκαρπος: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_18)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στελεχόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων καρπὸν ἐπὶ τοῦ στελέχους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4.
|lstext='''στελεχόκαρπος''': -ον, ὁ φέρων καρπὸν ἐπὶ τοῦ στελέχους, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για [[δένδρο]] ή [[φυτό]]) αυτός που φέρει καρπούς στον κορμό του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στέλεχος]] <span style="color: red;">+</span> [[καρπός]]].
}}
}}