3,273,006
edits
(T21) |
(38) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=σταυροῦ, ὁ (from [[ἵστημι]] ([[root]] sta); cf. Latin stauro, English [[staff]] ([[see]] Skeat, Etymological Dictionary, [[under]] the [[word]]); [[Curtius]], § 216; Vanicek, p. 1126);<br /><b class="num">1.</b> an [[upright]] [[stake]], [[especially]] a [[pointed]] [[one]] ([[Homer]], [[Herodotus]], [[Thucydides]], [[Xenophon]]).<br /><b class="num">2.</b> a [[cross]];<br /><b class="num">a.</b> the [[well-known]] [[instrument]] of [[most]] [[cruel]] and [[ignominious]] [[punishment]], borrowed by the Greeks and Romans from the Phoenicians; to it were affixed [[among]] the Romans , [[down]] to the [[time]] of Constantine the Great, the guiltiest criminals, [[particularly]] the basest slaves, robbers, the authors and abetters of insurrections, and [[occasionally]] in the provinces, at the [[arbitrary]] [[pleasure]] of the governors, [[upright]] and [[peaceable]] men [[also]], and [[even]] Roman citizens [[themselves]]; cf. Winer s RWB, [[under]] the [[word]] Kreuzigung; Merz in Herzog edition 1 (cf. Schaff-Herzog) [[also]] Schultze in Herzog edition 2), [[under]] the [[word]] Kreuz; Keim, iii., p. 409ff. (English translation, vi. 138; BB. DD., [[see]] [[under]] the words, Cross, Crucifixion; O. Zöckler, Das Kreuz Christi (Gütersloh, 1875); English translation, Lond. 1878; Fulda, Das Kreuz u. d. Kreuzigung (Bresl. 1878); Edersheim, Jesus the Messiah, ii. 582ff). This [[horrible]] [[punishment]] the [[innocent]] Jesus [[also]] suffered: [[θάνατος]] σταυροῦ, τό [[αἷμα]] [[τοῦ]] σταυροῦ, [[blood]] [[shed]] on the [[cross]]; the crucifixion [[which]] Christ underwent: [[σκάνδαλον]], [[under]] the [[end]]); [[τοῦ]] Χριστοῦ, [[ἐχθρός]], at the [[end]]); τῷ σταυρῷ [[τοῦ]] Χριστοῦ διώκεσθαι, to [[encounter]] [[persecution]] on [[account]] of [[one]]'s avowed [[belief]] in the [[saving]] [[efficacy]] of Christ's crucifixion, ὁ [[λόγος]] ὁ [[τοῦ]] σταυροῦ, the [[doctrine]] [[concerning]] the [[saving]] [[power]] of the [[death]] on the [[cross]] endured by Christ, [[Plutarch]], de sara numinis vindict. c. 9; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,56, cf. αἴρειν or λαμβάνειν or βαστάζειν [[τόν]] σταυρόν [[αὐτοῦ]], [[which]] [[was]] [[usually]] used by those [[who]], on [[behalf]] of God's [[cause]], do [[not]] [[hesitate]] [[cheerfully]] and [[manfully]] to [[bear]] persecutions, troubles, distresses — [[thus]] recalling the [[fate]] of Christ and the [[spirit]] in [[which]] he encountered it (cf. Bleek, Synop. Erkl. der drei ersten Evangg. i, p. 439f): R L in brackets); Luke 14:27. | |txtha=σταυροῦ, ὁ (from [[ἵστημι]] ([[root]] sta); cf. Latin stauro, English [[staff]] ([[see]] Skeat, Etymological Dictionary, [[under]] the [[word]]); [[Curtius]], § 216; Vanicek, p. 1126);<br /><b class="num">1.</b> an [[upright]] [[stake]], [[especially]] a [[pointed]] [[one]] ([[Homer]], [[Herodotus]], [[Thucydides]], [[Xenophon]]).<br /><b class="num">2.</b> a [[cross]];<br /><b class="num">a.</b> the [[well-known]] [[instrument]] of [[most]] [[cruel]] and [[ignominious]] [[punishment]], borrowed by the Greeks and Romans from the Phoenicians; to it were affixed [[among]] the Romans , [[down]] to the [[time]] of Constantine the Great, the guiltiest criminals, [[particularly]] the basest slaves, robbers, the authors and abetters of insurrections, and [[occasionally]] in the provinces, at the [[arbitrary]] [[pleasure]] of the governors, [[upright]] and [[peaceable]] men [[also]], and [[even]] Roman citizens [[themselves]]; cf. Winer s RWB, [[under]] the [[word]] Kreuzigung; Merz in Herzog edition 1 (cf. Schaff-Herzog) [[also]] Schultze in Herzog edition 2), [[under]] the [[word]] Kreuz; Keim, iii., p. 409ff. (English translation, vi. 138; BB. DD., [[see]] [[under]] the words, Cross, Crucifixion; O. Zöckler, Das Kreuz Christi (Gütersloh, 1875); English translation, Lond. 1878; Fulda, Das Kreuz u. d. Kreuzigung (Bresl. 1878); Edersheim, Jesus the Messiah, ii. 582ff). This [[horrible]] [[punishment]] the [[innocent]] Jesus [[also]] suffered: [[θάνατος]] σταυροῦ, τό [[αἷμα]] [[τοῦ]] σταυροῦ, [[blood]] [[shed]] on the [[cross]]; the crucifixion [[which]] Christ underwent: [[σκάνδαλον]], [[under]] the [[end]]); [[τοῦ]] Χριστοῦ, [[ἐχθρός]], at the [[end]]); τῷ σταυρῷ [[τοῦ]] Χριστοῦ διώκεσθαι, to [[encounter]] [[persecution]] on [[account]] of [[one]]'s avowed [[belief]] in the [[saving]] [[efficacy]] of Christ's crucifixion, ὁ [[λόγος]] ὁ [[τοῦ]] σταυροῦ, the [[doctrine]] [[concerning]] the [[saving]] [[power]] of the [[death]] on the [[cross]] endured by Christ, [[Plutarch]], de sara numinis vindict. c. 9; Artemidorus Daldianus, oneir. 2,56, cf. αἴρειν or λαμβάνειν or βαστάζειν [[τόν]] σταυρόν [[αὐτοῦ]], [[which]] [[was]] [[usually]] used by those [[who]], on [[behalf]] of God's [[cause]], do [[not]] [[hesitate]] [[cheerfully]] and [[manfully]] to [[bear]] persecutions, troubles, distresses — [[thus]] recalling the [[fate]] of Christ and the [[spirit]] in [[which]] he encountered it (cf. Bleek, Synop. Erkl. der drei ersten Evangg. i, p. 439f): R L in brackets); Luke 14:27. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> όργανο θανατικής εκτέλεσης που αποτελείται από δύο δοκούς συνδεδεμένες σε ορθή [[γωνία]] και στο οποίο δενόταν ή καρφωνόταν ο [[κατάδικος]] με τα χέρια απλωμένα (α. «το [[μαρτύριο]] του σταυρού» β. «εἰ υἱὸς εἶ τοῡ θεοῡ, κατάβηθι ἀπὸ τοῡ σταυροῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> ο [[ξύλινος]] [[σταυρός]] [[πάνω]] στον οποίο θανατώθηκε ο Ιησοῡς [[Χριστός]] (α. «ἠγγάρευσαν Σίμωνα... Κυρηναῑον ἵνα ἄρῃ τὸν σταυρὸν Αὐτοῡ», ΚΔ<br />β. «τὴν χαράν, ἣν ἔσχεν ἡ [[μακαρία]] Ἑλένη, ὅτε εὗρε τὸν Τίμιον Σταυρόν», Ακολ. του Γάμου)<br /><b>3.</b> το [[σημείο]] και το [[σχήμα]] του σταυρού ζωγραφιστό, γλυπτό ή κεντητό, ως [[σύμβολο]] της χριστιανικής πίστης, το οποίο παραπέμπει στη [[σταύρωση]] του Ιησού Χριστού και στα λυτρωτικά οφέλη του πάθους και του θανάτου του, αλλ. κυριακό [[σημείο]] (α. «έκανε με [[κατάνυξη]] τον σταυρό της» β. «[[κάνω]] στο δεξί της [[χέρι]] αιματώδη σταυρό», <b>Σολωμ.</b><br />γ. «ἐπὶ μετώπου... δακτύλοις ἡ σφραγὶς... ὁ σταυρὸς γινέσθω<br />ἐπὶ ἄρτων βιβρωσκομένων καὶ ἐπὶ ποτηρίων πινομένων», Κύριλλ.)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> η [[αυτοθυσία]], τα εκούσια παθήματα για κάποιο ανώτερο σκοπό ως [[δείγμα]] υποταγής στο [[θέλημα]] του θεού (α. «σήκωσε το σταυρό με [[καρτερία]] τόσα [[χρόνια]]» β. «εἴ τις θέλει [[ὀπίσω]] μου ἐλθεῑν... ἀράτω τὸν σταυρὸν αὐτοῡ», ΚΔ)<br /><b>5.</b> [[σταυρός]] σε [[σχήμα]] <i>ταυ</i> με μία [[θηλειά]] στην [[κορυφή]] ο [[οποίος]] αποτελεί αρχαίο αιγυπτιακό ιερογλυφικό [[σύμβολο]] της ζωής, αλλ. ανκ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[σημείο]] του μετώπου [[ανάμεσα]] στα φρύδια και στη [[ρίζα]] της [[μύτης]] («τον χτύπησε στον σταυρό»)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> ο [[σταυρόκομπος]]<br /><b>3.</b> [[κόσμημα]] ή [[παράσημο]] σε [[σχήμα]] σταυρού («του απονεμήθηκε ο [[πολεμικός]] [[σταυρός]]»)<br /><b>4.</b> <b>τεχνολ.</b> [[τύπος]] άρθρωσης για τη [[σύνδεση]] δύο ατράκτων με τεμνόμενους άξονες, αλλ. [[σύνδεσμος]] Καρντάν ή [[σύνδεσμος]] Χουκ ή [[σταυρωτός]] [[σύνδεσμος]]<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «Ερυθρός Σταυρός» — [[διεθνής]] [[οργανισμός]] ανθρωπιστικού χαρακτήρα ο [[οποίος]] ιδρύθηκε το 1864 και έχει σκοπό την [[προσφορά]] βοήθειας στα θύματα τών πολέμων, ενώ σε καιρό ειρήνης μετέχει σε ανθρωπιστικές δραστηριότητες<br />β) «[[ελληνικός]] [[σταυρός]]» — [[σταυρός]] με [[τέσσερεις]] ίσες κεραίες<br />γ) «[[λατινικός]] [[σταυρός]]» — [[σταυρός]] του οποίου η [[κάτω]] [[κεραία]] [[είναι]] μακρύτερη από τις άλλες [[τρεις]]<br />δ) «[[σταυρός]] ταυ» — [[σταυρός]] που έχει τη [[μορφή]] του ελληνικού γράμματος <i>ταυ</i><br />ε) «[[σταυρός]] του Αγίου Αντωνίου» — [[άλλη]] [[ονομασία]] για τον σταυρό <i>ταυ</i><br />στ) «[[χιαστός]] [[σταυρός]]» — [[σταυρός]] σε [[σχήμα]] <i>χι</i><br />ζ) «[[σταυρός]] του Αγίου Ανδρέο» — [[άλλη]] [[ονομασία]] για τον χιαστό σταυρό<br />η) «[[αγκυλωτός]] [[σταυρός]]» — [[σταυρός]] που οι βραχίονές του κάμπτονται σε ορθή [[γωνία]] [[πάντοτε]] [[προς]] την [[ίδια]] [[κατεύθυνση]], [[συνήθως]] [[προς]] τα [[δεξιά]], [[σύμβολο]] ευημερίας και καλής τύχης διαδεδομένο σε πολλούς αρχαίους πολιτισμούς, ο [[οποίος]] όμως χρησιμοποιήθηκε από τους [[ναζί]] ως [[σύμβολο]] του ρατσιστικού αριανισμού και ως [[έμβλημα]] της χιτλερικής Γερμανίας, αλλ. [[σβάστικα]]<br />θ) «[[βόρειος]] [[σταυρός]]»<br /><b>αστρον.</b> [[ονομασία]] με την οποία αναφέρεται μερικές φορές ο [[αστερισμός]] του Κύκνου<br />ι) «[[νότιος]] [[σταυρός]]» ή «[[σταυρός]] του νότου»<br /><b>αστρον.</b> [[μικρός]] [[αλλά]] πολύ [[εμφανής]] [[νότιος]] [[αστερισμός]] που περιλαμβάνεται [[μεταξύ]] τών αστερισμών του Κενταύρου [[προς]] βορρά και της Μύγας [[προς]] νότο και [[είναι]] [[ορατός]] νοτιότερα του παραλλήλου με βόρειο γεωγραφικό [[πλάτος]] 30°<br />ια) «[[σταυρός]] της θάλασσας»<br /><b>ζωολ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] του αστερία<br />ιβ) «εορτές του σταυρού»<br /><b>εκκλ.</b> ιεροσολυματικής προέλευσης γιορτές που καθιερώθηκαν [[μετά]] την [[επικράτηση]] του χριστιανισμού<br />ιγ) «[[κάνω]] τον σταυρό μου» — [[προσεύχομαι]] ή [[μένω]] [[κατάπληκτος]]<br />ιδ) «κάνε το σταυρό σου και [[τράβα]] (ή [[προχώρα]] ή κάνε το)» — αποφάσισε [[κάτι]] και κάνε το [[χωρίς]] ενδοιασμούς<br />ιε) «μα τον σταυρό» — όρκος με [[επίκληση]] του Τιμίου Σταυρού<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[σημείο]] του σταυρού ως [[σφραγίδα]] σε συμβόλαια, ομόλογα κ.ά. («σταυροὺς ἐν [[χάρτη]] οίκειοχείρως ποιῶν», Νικήτ. Θεσσ.)<br /><b>2.</b> το [[σκήπτρο]] του Βυζαντινού αυτοκράτορα<br />(μσν-αρχ.)<br /><b>1.</b> η [[σταύρωση]], ο [[θάνατος]] του Χριστού [[επάνω]] στον σταυρό<br />(α. «τὸν σταυρὸν θεραπείαν τῆς κτίσεως γεγονέναι», Αθανάσ.<br />β. «ὁ [[θάνατος]] τοῡ Χριστοῡ, [[ἤτοι]] ὁ [[σταυρός]]», Δαμασκ. Ι.)<br /><b>2.</b> η [[σταύρωση]], ως [[ενέργεια]] τών σταυρωτών του Χριστού («τοῑς μὲν τὸν σταυρὸν τετολμηκόσιν, [[εἶτα]] μεταμεληθεῑσι, συνέγνω», Θεοδώρ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «σταυρὸν [[αἴρω]] [ή [[λαμβάνω]] ή [[βαστάζω]]]» — [[σηκώνω]] τον σταυρό μου ως [[δείγμα]] αυτοθυσίας<br /><b>αρχ.</b><br />μακρύ [[ξύλο]], στημένο όρθιο, [[παλούκι]] («σταυροὺς ἐκτὸς ἔλασσε διαμπερὲς [[ἔνθα]] και [[ἔνθα]] πυκνοὺς καὶ θαμέας», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. <i>στα</i>-<i>υ</i>-<i>ρός</i> έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>στă</i> του [[ἵστημι]] με [[παρέκταση]] -<i>u</i>/<i>F</i>- (που εδώ εμφανίζεται με την φωνηεντική του [[μορφή]] -<i>ῠ</i>- και [[μάλιστα]] βραχύ αναφορικά με το -<i>ῡ</i> της λ. [[στῦλος]]<br /><b>βλ.</b> και λ. [[στύλος]], [[στοά]]) και [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>σω</i>-<i>ρός</i>). Η λ. αντιστοιχεί με το νορβ. <i>staurr</i> «[[πάσσαλος]]» (<b>πρβλ.</b> και λατ. <i>in</i>-<i>staur</i><i>ā</i><i>re</i> «[[ανανεώνω]], [[αποκαθιστώ]]»). Η λ. [[σταυρός]] με αρχική σημ. «μακρύ [[ξύλο]], στημένο όρθιο, [[παλούκι]], [[πάσσαλος]]» εξελίχθηκε σημασιολογικά για να δηλώσει το όργανο θανατικής εκτέλεσης από δύο δοκούς συνδεδεμένους σε ορθή [[γωνία]] και στους χριστιανικούς χρόνους χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για να δηλώσει τον ξύλινο σταυρό [[πάνω]] στον οποίο θανατώθηκε ο [[Χριστός]] ως [[σύμβολο]] αυτοθυσίας, αγάπης και πίστης.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[σταυρικός]], <i>σταυρῶ</i> (-<i>ώνω</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>σταυριαῖος</i><br /><b>μσν.</b><br />[[σταυρίσκω]]<br /><b>μσν.-νεοελλ.</b><br />[[σταυρί]](<i>ον</i>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σταυρίτης]], [[σταυρουδάκι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[σταυροειδής]], [[σταυρότυπος]], [[σταυροφόρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[σταυροκόμιστος]], [[σταυροποιΐα]]<br /><b>μσν.</b><br />[[σταυρογραφώ]], [[σταυροδόχος]], [[σταυρόθολος]], [[σταυρολάτρης]], [[σταυρόμορφος]], [[σταυροπαγής]], [[σταυροσκίαστος]], [[σταυροφάνεια]], [[σταυροχαρής]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><i>σταυραναστάσιμος</i>, [[σταυροπάτης]], [[σταυροπήγιο]](<i>ν</i>), [[σταυροπροσκύνηση]], [[σταυροφύλακας]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>σταυραδερφός</i>, [[σταυραετός]], [[σταυρανθής]], [[σταυρεπίστεγος]], [[σταυροβελονιά]], [[σταυρογάζι]], [[σταυροδένω]], [[σταυρόδεσμος]], [[σταυροδρόμι]], <i>σταυροθεοτοκίον</i>, [[σταυροθόλιο]], <i>σταυρόκαμπος</i>, [[σταυροκοπούμαι]](-<i>ιέμαι</i>), [[σταυροκουνιάδος]], [[σταυρόλεξο]], [[σταυρομάννα]], [[σταυρόνημα]], [[σταυρόξυλα]], [[σταυροπατέρας]], [[σταυροπόδι]], [[σταυροσκόπιο]], [[σταυροχέρι]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[μεγαλόσταυρος]]]. | |||
}} | }} |