Anonymous

σταχυηρός: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_4)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στᾰχυηρός''': -ά, -όν, ὁ φέρων στάχυας σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 4· τὰ σταχυηρά, τὰ φυτὰ ὅσα φέρουσι στάχυας, τὰ σιτηρά, τὰ δημητριακά, τὰ «γεννήματα», ὁ αὐτ. 1. 11, 4, κτλ.
|lstext='''στᾰχυηρός''': -ά, -όν, ὁ φέρων στάχυας σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 4· τὰ σταχυηρά, τὰ φυτὰ ὅσα φέρουσι στάχυας, τὰ σιτηρά, τὰ δημητριακά, τὰ «γεννήματα», ὁ αὐτ. 1. 11, 4, κτλ.
}}
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τά σταχυηρά</i><br />τα φυτά που σχηματίζουν [[στάχυ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σταχυηρὸν [[σπέρμα]]» — [[σπόρος]] από τον οποίο παράγεται [[φυτό]] με στάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)].
}}
}}