3,270,341
edits
(6_4) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στᾰχυηρός''': -ά, -όν, ὁ φέρων στάχυας σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 4· τὰ σταχυηρά, τὰ φυτὰ ὅσα φέρουσι στάχυας, τὰ σιτηρά, τὰ δημητριακά, τὰ «γεννήματα», ὁ αὐτ. 1. 11, 4, κτλ. | |lstext='''στᾰχυηρός''': -ά, -όν, ὁ φέρων στάχυας σίτου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 4· τὰ σταχυηρά, τὰ φυτὰ ὅσα φέρουσι στάχυας, τὰ σιτηρά, τὰ δημητριακά, τὰ «γεννήματα», ὁ αὐτ. 1. 11, 4, κτλ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τά σταχυηρά</i><br />τα φυτά που σχηματίζουν [[στάχυ]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σταχυηρὸν [[σπέρμα]]» — [[σπόρος]] από τον οποίο παράγεται [[φυτό]] με στάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στάχυς]], -<i>υος</i> <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ηρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νοσ</i>-<i>ηρός</i>)]. | |||
}} | }} |