Anonymous

στενυγρός: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_11)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενυγρός''': -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[στενός]], Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 13· στενυγρή, ἡ, στενὴ διάβασις ἢ [[πορθμός]], Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 210C, 211Α. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐριπῶδες, στενόν, καὶ συριγγῶδες».
|lstext='''στενυγρός''': -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[στενός]], Σιμωνίδ. Ἰαμβ. 13· στενυγρή, ἡ, στενὴ διάβασις ἢ [[πορθμός]], Οἰνόμ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 210C, 211Α. - Καθ’ Ἡσύχ. «εὐριπῶδες, στενόν, καὶ συριγγῶδες».
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>ιων. τ.</b><br /><b>1.</b> [[στενός]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ στενυγρή</i><br />στενή [[διάβαση]], [[πορθμός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό παράγωγο του επιθ. [[στενός]], σχηματισμένο από [[θέμα]] <i>στενυ</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>Στενύ</i>-<i>κληρος</i>, <b>βλ.</b> και λ. [[στενός]]), με ουρανικό [[ένθημα]] -<i>γ</i>- και [[επίθημα]] -<i>ρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θαλυ</i>-<i>κ</i>-<i>ρός</i>, <i>πενι</i>-<i>χ</i>-<i>ρός</i>)].
}}
}}