Anonymous

στενόπους: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_14)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν [[πόδα]] (ἕτεροι [[στεγανόπους]]), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2.
|lstext='''στενόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων στενὸν [[πόδα]] (ἕτεροι [[στεγανόπους]]), Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 2.
}}
{{grml
|mltxt=-όποδος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που έχει [[στενά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στενός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
}}