Anonymous

στερεόπους: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_14)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στερεόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας στερεούς, Σχόλ. εἰς Ὅμηρ., [[ὡσαύτως]] συνώνυμ. τῷ [[χαλκόπους]].
|lstext='''στερεόπους''': ὁ, ἡ, ὁ ἔχων πόδας στερεούς, Σχόλ. εἰς Ὅμηρ., [[ὡσαύτως]] συνώνυμ. τῷ [[χαλκόπους]].
}}
{{grml
|mltxt=-ποδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />αυτός που έχει [[σταθερά]] πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στερεός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i>].
}}
}}