Anonymous

στεφανωτικός: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_11)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στεφᾰνωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στεφάνωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 3, κτλ. ΙΙ. στεφανωτικόν, τό, χρήματα διὰ διαθήκης ὁρισθέντα πρὸς στεφάνωσιν τάφου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, -16.
|lstext='''στεφᾰνωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στεφάνωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 3, κτλ. ΙΙ. στεφανωτικόν, τό, χρήματα διὰ διαθήκης ὁρισθέντα πρὸς στεφάνωσιν τάφου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, -16.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στεφανωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στεφανωτής]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στεφανωτικό</i>(<i>ν</i>)<br />χρήματα που έχουν οριστεί με [[διαθήκη]] για το [[στεφάνωμα]] τάφου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η στεφανωτική</i><br />η νόμιμη [[σύζυγος]], η παντρεμένη με [[στεφάνι]], στεφανωμένη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[στεφανοχάρτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στεφανωματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[στέφανο]].
}}
}}