3,277,286
edits
(6_11) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στεφᾰνωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στεφάνωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 3, κτλ. ΙΙ. στεφανωτικόν, τό, χρήματα διὰ διαθήκης ὁρισθέντα πρὸς στεφάνωσιν τάφου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, -16. | |lstext='''στεφᾰνωτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς στεφάνωσιν, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 13, 3, κτλ. ΙΙ. στεφανωτικόν, τό, χρήματα διὰ διαθήκης ὁρισθέντα πρὸς στεφάνωσιν τάφου, Συλλ. Ἐπιγρ. 3912, -16. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[στεφανωτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στεφανωτής]]<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στεφανωτικό</i>(<i>ν</i>)<br />χρήματα που έχουν οριστεί με [[διαθήκη]] για το [[στεφάνωμα]] τάφου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η στεφανωτική</i><br />η νόμιμη [[σύζυγος]], η παντρεμένη με [[στεφάνι]], στεφανωμένη<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το [[στεφανοχάρτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στεφανωματικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον [[στέφανο]]. | |||
}} | }} |