Anonymous

στηλύδριον: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_22)
(38)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''στηλύδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στήλη]], μικρὰ [[στήλη]], Ἐπιγρ. Δήλου, Bull. d cor. hell. II. σ. 323, 325. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
|lstext='''στηλύδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[στήλη]], μικρὰ [[στήλη]], Ἐπιγρ. Δήλου, Bull. d cor. hell. II. σ. 323, 325. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />υποκορ. του [[στήλη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στήλη]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> (<b>πρβλ.</b> <i>λογ</i>-<i>ύδριον</i>)].
}}
}}