Anonymous

στενώδης: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_7)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στενώδης''': -ες, ([[στένος]]) κἄπως [[στενός]], ὁμοιάζων πρὸς στενόν, «στενούτσικος», Ἀνων. Περίπλ. 1, σ. 8 Huds.
|lstext='''στενώδης''': -ες, ([[στένος]]) κἄπως [[στενός]], ὁμοιάζων πρὸς στενόν, «στενούτσικος», Ἀνων. Περίπλ. 1, σ. 8 Huds.
}}
{{grml
|mltxt=-ῶδες, Α [[στενός]]<br />[[κάπως]] [[στενός]], [[ελαφρώς]] [[στενός]].
}}
}}