Anonymous

στιβεύς: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_8)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στῐβεύς''': έως, ὁ, ([[στιβέω]]) ὁ περιπατῶν, [[ὁδοιπόρος]], ταξειδιώτης, Ἡσύχ.· ― [[μάλιστα]] δὲ κναφεὺς (Γερμ. walker), ὁ λευκαίνων καὶ πλύνων τὰ ἐνδύματα πατῶν αὐτὰ διὰ τῶν ποδῶν του, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 30, Νικ. Θηρ. 376· ― πρβλ. [[στείβω]] Ι. 1 ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ περιπατῶν ἔξω, περιερχόμενος, στ. [[κύων]] Ὀππ. Κυν. 1. 462.
|lstext='''στῐβεύς''': έως, ὁ, ([[στιβέω]]) ὁ περιπατῶν, [[ὁδοιπόρος]], ταξειδιώτης, Ἡσύχ.· ― [[μάλιστα]] δὲ κναφεὺς (Γερμ. walker), ὁ λευκαίνων καὶ πλύνων τὰ ἐνδύματα πατῶν αὐτὰ διὰ τῶν ποδῶν του, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 30, Νικ. Θηρ. 376· ― πρβλ. [[στείβω]] Ι. 1 ἐν τέλ. ΙΙ. ὁ περιπατῶν ἔξω, περιερχόμενος, στ. [[κύων]] Ὀππ. Κυν. 1. 462.
}}
{{grml
|mltxt=και [[στειβεύς]], -έως, ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[οδοιπόρος]], [[ταξιδιώτης]]<br /><b>2.</b> [[τεχνίτης]] που πλένει και λευκαίνει τα μάλλινα ρούχα πατώντας τα με τα πόδια<br /><b>3.</b> [[ιχνηλάτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στίβος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στιγ</i>-<i>εύς</i>). Ο τ. [[στειβεύς]] [[κατά]] τον φωνηεντισμό του ρ. [[στείβω]]].
}}
}}