3,274,159
edits
(6_11) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στία''': ἡ, ὡς τὸ [[ψῆφος]], μικρὸς [[λίθος]], ψηφίς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.)· [[ὡσαύτως]] [[στῖον]], τὸ, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἡσύχ.· πρβλ. [[στιάζω]]. [[στιώδης]]. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Γοτθ. stains, Ἀγγλ. stone, [[λίθος]], κτλ.). [ῑ· μεταγενέστεροι δὲ συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες τοῦτο ἔγραψαν [[στεία]], στεῖον]. | |lstext='''στία''': ἡ, ὡς τὸ [[ψῆφος]], μικρὸς [[λίθος]], ψηφίς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1176 ([[ἔνθα]] ἴδε Σχολ.)· [[ὡσαύτως]] [[στῖον]], τὸ, Ἱππ. παρὰ Γαλην., Ἡσύχ.· πρβλ. [[στιάζω]]. [[στιώδης]]. (Ὁ Κούρτ. παραβάλλει τὸ Γοτθ. stains, Ἀγγλ. stone, [[λίθος]], κτλ.). [ῑ· μεταγενέστεροι δὲ συγγραφεῖς ἀγνοοῦντες τοῦτο ἔγραψαν [[στεία]], στεῖον]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />[[μικρός]] [[λίθος]], [[λιθαράκι]], [[ψηφίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>st</i><i>ā</i><i>i</i>- / <i>st</i><i>ī</i>- «[[συμπυκνώνω]], [[στερεώνω]], [[σκληραίνω]]» και συνδέεται με τα αρχ. ινδ. <i>sty</i><i>ā</i><i>yate</i> «στερεώνομαι, [[σκληραίνω]]» και με το επίθ. <i>sty</i><i>ā</i><i>na</i>- «στερεωμένος», πιθ. με γοτθ. <i>stains</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>stein</i> και αρχ. σλαβ. <i>stĕna</i> «[[πέτρα]], [[λίθος]]». Στην [[ίδια]] [[ρίζα]] με μακρό φωνηεντισμό ανάγεται και η λ. [[στέαρ]] (<span style="color: red;"><</span> <i>στᾱy</i>-<i>αρ</i>)]. | |||
}} | }} |