3,277,121
edits
(6_19) |
(38) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στοχαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ εἰκάζων, συμπεραίνων, [[μάντις]], τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων Φίλων 1. 10· τῶν μελλόντων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6. | |lstext='''στοχαστής''': -οῦ, ὁ, ὁ εἰκάζων, συμπεραίνων, [[μάντις]], τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων Φίλων 1. 10· τῶν μελλόντων Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 4. 4, 6. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[στοχάζομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />σκεπτόμενος [[άνθρωπος]], αυτός που εξετάζει προσεκτικά τα μεγάλα θέματα της ζωής και της ιστορίας, [[διανοητής]]<br />(μσν.-αρχ.)<br /><b>1.</b> αυτός που εικάζει, που προβλέπει [[κάτι]], [[οξυδερκής]] (α. «στοχαστὴς τῶν μελλόντων», <b>Ιώσ.</b><br />β. «τῶν πιθανῶν καὶ εἰκότων ἀλλ' οὐχὶ τῆς ἀκραιφνοῡς ἀληθείας [[στοχαστής]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που αναζητεί και διακηρύσσει την [[αλήθεια]] («ἀρθῆναι ἀπ' αὐτῶν προφήτην καὶ στοχαστήν», Βασ.). | |||
}} | }} |