Anonymous

στρατοπεδευτικός: Difference between revisions

From LSJ
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne le campement <i>ou</i> le camp.<br />'''Étymologie:''' [[στρατοπεδεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στρατοπεδευτικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[στρατοπεδεύω]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[στρατοπέδευση]].
}}
}}