Anonymous

στρεβλωτήριος: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_4)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρεβλωτήριος''': -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λύγος]]· - στρεβλωτήριον, τό, [[βασανιστήριον]], [[στρέβλη]], Ἰωσήπ. Μακκ. 8.
|lstext='''στρεβλωτήριος''': -α, -ον, βασανίζων, βασανιστικός, Ἡσύχ. ἐν λέξ. [[λύγος]]· - στρεβλωτήριον, τό, [[βασανιστήριον]], [[στρέβλη]], Ἰωσήπ. Μακκ. 8.
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[στρεβλωτήριος]], -ον, ΝΑ<br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το στρεβλωτήριο</i><br />η [[στρέβλη]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> αυτός που βασανίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>στρεβλῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ἀναστομω</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
}}