Anonymous

στρογγυλόκαυλος: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_18)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρογγῠλόκαυλος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον καυλὸν (κοτσάνι), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 5.
|lstext='''στρογγῠλόκαυλος''': -ον, ὁ ἔχων στρογγύλον καυλὸν (κοτσάνι), Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 4, 5.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει στρογγυλό καυλό, στρογγυλό [[κοτσάνι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρογγύλος]] <span style="color: red;">+</span> [[καυλός]] (<b>πρβλ.</b> [[μεγαλό]]-<i>καυλος</i>)].
}}
}}