Anonymous

στροφάς: Difference between revisions

From LSJ
1,192 bytes added ,  29 September 2017
38
(Bailly1_4)
(38)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />qui se meut en tournant ; circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]].
|btext=άδος (ὁ, ἡ)<br />qui se meut en tournant ; circulaire.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]].
}}
{{grml
|mltxt=-[[άδος]], ό, ἡ, Α<br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] για αστερισμό) ο περιστρεφόμενος κυκλικώς («ἄρκτου στροφάδες κέλευθοι» — κυκλική [[τροχιά]] του αστερισμού της Άρκτου, <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] ψαριών που στρέφονται [[γύρω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> <b>στον πληθ.</b> <i>στροφάδες</i><br />«σκώληκες»<br /><b>4.</b> (στον πληθ. και ως τόπων.) <i>αἱ Στροφάδες</i><br />(ενν. <i>νήσοι</i>) μικρά νησιά [[κοντά]] στη Ζάκυνθο, που ονομάστηκαν [[έτσι]] [[επειδή]] νόμιζαν ότι [[κάποτε]] επέπλεαν στη [[θάλασσα]] και περιστρέφονταν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[στρόφος]] ή [[στροφή]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]] (<b>πρβλ.</b> <i>τροχ</i>-<i>άς</i>)].
}}
}}