Anonymous

στραβίζω: Difference between revisions

From LSJ
38
(6_1)
(38)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στραβίζω''': ([[στραβός]]) ἔχω διεστραμμένους ὀφθαλμούς, εἶμαι «[[στραβός]]», ἀλλοίθωρος, Ἡσύχ.
|lstext='''στραβίζω''': ([[στραβός]]) ἔχω διεστραμμένους ὀφθαλμούς, εἶμαι «[[στραβός]]», ἀλλοίθωρος, Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=Ν [[στραβός]]<br />[[αλληθωρίζω]], [[είμαι]] [[αλλήθωρος]].
}}
}}