Anonymous

συγγράφω: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγγράψω, <i>ao.</i> συνέγραψα, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> ([[γράφω]] peindre) représenter, <i>fig.</i> décrire;<br /><b>B.</b> ([[γράφω]] écrire);<br /><b>I.</b> composer, rédiger ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> composer un ouvrage : ξ. πόλεμον THC écrire l’histoire d’une guerre;<br /><b>2</b> composer un discours pour qqn;<br /><b>3</b> réunir en un code les lois écrites;<br /><b>II.</b> inscrire avec : συγγεγραμμένοι πατέρες PLUT pères conscrits, sénateurs <i>à Rome</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγγράφομαι;<br /><b>1</b> rédiger;<br /><b>2</b> faire un contrat écrit, s’engager par écrit : [[τι]] à qch ; γάμον PLUT rédiger un contrat de mariage ; <i>abs.</i> signer un traité.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γράφω]].
|btext=<i>f.</i> συγγράψω, <i>ao.</i> συνέγραψα, <i>etc.</i><br /><b>A.</b> ([[γράφω]] peindre) représenter, <i>fig.</i> décrire;<br /><b>B.</b> ([[γράφω]] écrire);<br /><b>I.</b> composer, rédiger ; <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> composer un ouvrage : ξ. πόλεμον THC écrire l’histoire d’une guerre;<br /><b>2</b> composer un discours pour qqn;<br /><b>3</b> réunir en un code les lois écrites;<br /><b>II.</b> inscrire avec : συγγεγραμμένοι πατέρες PLUT pères conscrits, sénateurs <i>à Rome</i>;<br /><i><b>Moy.</b></i> συγγράφομαι;<br /><b>1</b> rédiger;<br /><b>2</b> faire un contrat écrit, s’engager par écrit : [[τι]] à qch ; γάμον PLUT rédiger un contrat de mariage ; <i>abs.</i> signer un traité.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[γράφω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[γράφω]]<br />[[γράφω]] [[έργο]] σε πεζό λόγο, [[συνθέτω]] [[σύγγραμμα]] (α. «συνέγραψε τα απομνημονεύματά του» β. «οἱ ἰατροι συγγράφουσι περὶ ὑγιείας», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συντάσσω]] [[κείμενο]]<br /><b>2.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[είμαι]] [[συγγραφέας]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σημειώνω]], [[καταγράφω]]<br /><b>2.</b> [[περιγράφω]] («τὸ μὲν δὴ [[εἶδος]] ὁποῑόν τι ἔχει ἡ [[κάμηλος]], ἐπισταμένοισι τοῑσι Ἕλλησι οὐ [[συγγράφω]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> (ειδικά) [[συνθέτω]] λόγο τον οποίο πρόκειται [[άλλος]] να απαγγείλει («ὅσοι μὲν οὖν πρὸς τοὺς ἑαυτῶν φίλους τοὺς προτρεπτικοὺς λόγους συγγράφουσι», Ισοκρ.)<br /><b>4.</b> [[συντάσσω]] [[σχέδιο]] ψηφίσματος νόμου που θα υποβληθεί σε [[ψηφοφορία]] («ἄνδρας οἵ τοὺς πατρίους νόμους συγγράψουσι, καθ' οὓς πολιτεύσουσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> αναπαριστώ [[κάτι]] σε [[ζωγραφιά]], [[απεικονίζω]]<br /><b>6.</b> [[ζωγραφίζω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]]<br /><b>7.</b> (για αρχιτέκτονα) [[σχεδιάζω]] τις λεπτομέρειες<br /><b>8.</b> <b>απόλ.</b> [[υπογράφω]] [[συνθήκη]] («[[ἔπειτα]]... ξυνεχώρησαν ἐφ' οἶς ἠξίουν καὶ ξυνεγράψαντο», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>9.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγγράφομαι</i><br />α) [[φροντίζω]] να καταγραφεί [[κάτι]]<br />β) [[συντάσσω]] [[συμβόλαιο]] ή ομόλογο<br /><b>10.</b> <b>παθ.</b> καταχωρίζομαι, εγγράφομαι<br /><b>11.</b> (το αρσ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>ὁ συγγεγραμμένος</i><br />αυτός που [[είναι]] δεσμευμένος με [[συμβόλαιο]]<br /><b>12.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. στον πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ συγγεγραμμένοι</i><br />οι συμβαλλόμενοι<br /><b>13.</b> <b>φρ.</b> α) «συγγράφομαι εἰρήνην» — [[καταγράφω]] τους όρους της ειρήνης <b>(Ισοκρ.)</b><br />β) «πατέρες συγγεγραμμένοι»<br />(στους Ρωμαίους) οι συγκλητικοί (<b>Πλούτ.</b>).
}}
}}