Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

συγγνωστός: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />pardonnable, excusable ; συγγνωστόν ἐστι <i>ou</i> συγγνωστά ἐστι avec l’inf., c’est chose pardonnable de, que <i>ou</i> si ; αὐτοῖς συγγνωστόν avec un part. PLUT c’est chose pardonnable pour eux de, ils sont excusables de ; [[συγγνωστός]] avec un part. PLUT (il est) excusable de.<br />'''Étymologie:''' [[συγγιγνώσκω]].
|btext=ός, όν :<br />pardonnable, excusable ; συγγνωστόν ἐστι <i>ou</i> συγγνωστά ἐστι avec l’inf., c’est chose pardonnable de, que <i>ou</i> si ; αὐτοῖς συγγνωστόν avec un part. PLUT c’est chose pardonnable pour eux de, ils sont excusables de ; [[συγγνωστός]] avec un part. PLUT (il est) excusable de.<br />'''Étymologie:''' [[συγγιγνώσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγγνωστός]], -όν, ΝΑ, θηλ. και -ή Α [[συγγιγνώσκω]]<br />[[άξιος]] συγγνώμης, αυτός που [[πρέπει]] ή μπορεί να συγχωρηθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>συνεκδ.</b> αυτός που έχει συγχωρηθεί, συγχωρημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγγνωστόν [ή συγγνωστά] ἐστι» — [[είναι]] άξιο συγχώρησης το να.... <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγνωστῶς</i> Μ<br />[[κατά]] τρόπο συγγνωστό.
}}
}}