3,277,121
edits
(Bailly1_4) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la rédaction d’un ouvrage, <i>particul.</i> d’un ouvrage en prose.<br />'''Étymologie:''' [[συγγραφή]]. | |btext=ή, όν :<br />qui concerne la rédaction d’un ouvrage, <i>particul.</i> d’un ouvrage en prose.<br />'''Étymologie:''' [[συγγραφή]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[συγγραφικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συγγραφή]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[συγγραφή]] ή στον συγγραφέα (α. «συγγραφική [[ικανότητα]]» β. «...καὶ δεινότητος συγγραφικής», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «συγγραφικά δικαιώματα»<br /><b>(νομ.)</b> τα ηθικά και οικονομικά δικαιώματα του δικαιούχου πνευματικής ιδιοκτησίας επιστημονικού, φιλοσοφικού ή καλλιτεχνικού έργου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ασχολείται με τη [[συγγραφή]] και, [[ιδίως]], ο [[πεζογράφος]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ συγγραφική</i><br />η [[τέχνη]] του να συγγράφει [[κανείς]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[εἶδος]] συγγραφικώτερον» — [[είδος]] που ταιριάζει περισσότερο σε πεζό λόγο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγγραφικῶς</i> Α<br />με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], λεπτομερειακώς, όπως περιγράφεται σε συμβόλαια («συγγραφικῶς ἐρεῑν» — το να μιλά [[κανείς]] με [[λεπτομέρεια]] συμβολαίου, με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], <b>Πλάτ.</b>). | |||
}} | }} |