Anonymous

συγκαταθετικός: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />approbatif.<br />'''Étymologie:''' [[συγκατάθεσις]].
|btext=ή, όν :<br />approbatif.<br />'''Étymologie:''' [[συγκατάθεσις]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συγκαταθετικός]], -ή, -όν, ΝΑ [[συγκατατίθημι]]<br /><b>1.</b> αυτός που συγκατατίθεται, που αποδέχεται, που επιδοκιμάζει («[[οὔπω]] δὲ συγκαταθετικὸς [ὁ νοῡς] τῶν ἀεὶ γινομένων, ἐὰν μὴ θέλῃ ὁ [[ἄνθρωπος]]», Επιφάν.)<br /><b>2.</b> [[καταφατικός]], [[βεβαιωτικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συγκαταθετικώς</i> / <i>συγκαταθετικῶς</i> ΝΑ, και <i>συγκαταθετικά</i> Ν<br />με [[συγκατάθεση]], επιδοκιμαστικά.
}}
}}