Anonymous

συγκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=s’emparer en même temps de ; <i>t. milit.</i> occuper en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταλαμβάνω]].
|btext=s’emparer en même temps de ; <i>t. milit.</i> occuper en même temps, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταλαμβάνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[μαζί]] με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῑς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυριεύω]] συγχρόνως, [[παίρνω]] στην [[κατοχή]] μου συγχρόνως με άλλον («[[ἐπειδή]] ξυγκατέλαβε τὸ [[χωρίον]] παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>4.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>5.</b> [[συμπεραίνω]] από δεδομένα.
}}
}}