Anonymous

συλλαβίζω: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=épeler.<br />'''Étymologie:''' [[συλλαβή]].
|btext=épeler.<br />'''Étymologie:''' [[συλλαβή]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ [[συλλαβή]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προφέρω]] ή [[διαβάζω]] χωρίζοντας τις λέξεις στις συλλαβές από τις οποίες συγκροτούνται<br /><b>2.</b> [[διαβάζω]] με [[δυσκολία]], έχω [[δυσχέρεια]] στην [[ανάγνωση]], [[μόλις]] που [[γνωρίζω]] [[ανάγνωση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ενώνω]] τα γράμματα σε συλλαβές, [[προφέρω]] ή [[διαβάζω]] [[μαζί]].
}}
}}