Anonymous

σύγχορδος: Difference between revisions

From LSJ
39
(6_16)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σύγχορδος''': -ον, [[ἁρμονικός]], ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, ἐπὶ μουσικῶν χορδῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίχορδα.
|lstext='''σύγχορδος''': -ον, [[ἁρμονικός]], ὁ ἐν ἁρμονίᾳ, ἐπὶ μουσικῶν χορδῶν, Ἡσύχ. ἐν λ. ἀντίχορδα.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(για μουσικές χορδές) αυτός που συγκροτεί [[αρμονία]], [[αρμονικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>χορδος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χορδή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔγ</i>-<i>χορδος</i>].
}}
}}