Anonymous

συμβιβαστικός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(39)
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symvivastikos
|Transliteration C=symvivastikos
|Beta Code=sumbibastiko/s
|Beta Code=sumbibastiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">leading to reconciliation</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Alc.</span>14</span>; <b class="b2">proving</b>, <span class="bibl">Iamb. <span class="title">in Nic.</span> p.15</span> P. Adv. -κῶς <span class="bibl">Olymp. <span class="title">in Alc.</span>p.22</span> C.</span>
|Definition=συμβιβαστική, συμβιβαστικόν, [[leading to reconciliation]], Plu.''Alc.''14; [[proving]], Iamb. ''in Nic.'' p.15 P. Adv. [[συμβιβαστικῶς]] Olymp. ''in Alc.''p.22 C.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0978.png Seite 978]] ή, όν, zur Versöhnung, zum Vertrage, Vergleiche gehörig, dazu führend, Sp.; τὸ συμβιβαστικόν, = [[συμβίβασις]], Plut. Alcib. 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0978.png Seite 978]] ή, όν, zur Versöhnung, zum Vertrage, Vergleiche gehörig, dazu führend, Sp.; τὸ συμβιβαστικόν, = [[συμβίβασις]], Plut. Alcib. 14.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[conciliant]].<br />'''Étymologie:''' [[συμβιβάζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συμβῐβαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἄγων εἰς συμβιβασμόν, εἰς συνδιαλλαγήν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 14.
|lstext='''συμβῐβαστικός''': -ή, -όν, ὁ ἄγων εἰς συμβιβασμόν, εἰς συνδιαλλαγήν, Πλουτ. Ἀλκιβ. 14.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />conciliant.<br />'''Étymologie:''' [[συμβιβάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβιβαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμβιβάζω]]<br />αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, [[διαλλακτικός]]<br /><b>2.</b> (για αφηρημ. έννοιες) [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμβιβαστικώς]] / <i>συμβιβαστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμβιβαστικά</i> Ν<br />με [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[συνδιαλλαγή]].
|mltxt=-ή, -ό / [[συμβιβαστικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[συμβιβάζω]]<br />αυτός που συμβάλλει στον συμβιβασμό, που επιδιώκει να συμβιβάσει τους διαμαχομένους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συμβιβάζεται εύκολα, [[διαλλακτικός]]<br /><b>2.</b> (για αφηρημ. έννοιες) [[ενδοτικός]], [[υποχωρητικός]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συμβιβαστικώς]] / <i>συμβιβαστικῶς</i> ΝΜΑ, και <i>συμβιβαστικά</i> Ν<br />με [[τάση]] για συμβιβασμό, για [[συνδιαλλαγή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμβῐβαστικός:''' -ή, -όν, αυτός που οδηγεί σε [[συνδιαλλαγή]], [[συμφιλιωτικός]], [[ειρηνευτικός]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συμβῐβαστικός, ή, όν [from συμβῐβάζω]<br />[[leading]] to [[reconciliation]], Plut.
}}
}}