Anonymous

συμπεριφθείρομαι: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιφθείρομαι]].
|btext=périr avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[περιφθείρομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[περιφθείρομαι]]<br />διαφθείρομαι [[κατά]] την [[συναναστροφή]] μου με κάποιον.
}}
}}