Anonymous

συμπαραφύομαι: Difference between revisions

From LSJ
39
(6_20)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαραφύομαι''': Παθητ., παραφύομαι [[ὁμοῦ]], συμπαρέφυ δὲ καὶ ἑτέρα (δηλ. τυραννὶς) ἐν Ἰλλυριοῖς Θεμίστ. 56Α· ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 526Β, κλπ.
|lstext='''συμπαραφύομαι''': Παθητ., παραφύομαι [[ὁμοῦ]], συμπαρέφυ δὲ καὶ ἑτέρα (δηλ. τυραννὶς) ἐν Ἰλλυριοῖς Θεμίστ. 56Α· ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῖσαι Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 526Β, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[φύομαι]], εκφύομαι, [[φυτρώνω]] συγχρόνως [[κοντά]] σε [[κάτι]] («ἄκανθαι τῷ ἄνθει συμπαραφυεῑσαι», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για [[κατάσταση]]) εμφανίζομαι συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>παραφύομαι</i> «[[φυτρώνω]] [[κοντά]]»].
}}
}}