3,273,800
edits
(Bailly1_5) |
(39) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ός, όν :<br />qui rassemble, qui réunit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συνάγω]]. | |btext=ός, όν :<br />qui rassemble, qui réunit, gén..<br />'''Étymologie:''' [[συνάγω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-όν, Α<br />[[συνάγω]]<br /><b>1.</b> αυτός που συνάγει, που συλλέγει, που συναθροίζει («ἡ συναγωγὸς [μέλιτος] [[μέλισσα]]», Φίλ.)<br /><b>2.</b> αυτός που συνδέει, που ενώνει («[[λόγος]] φιλίας [[συναγωγός]]», Δίων Χρυσ.)<br /><b>3.</b> αυτός που ζει [[μαζί]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[συναγωγός]]<br />αυτός που συγκαλεί [[συνέλευση]]. | |||
}} | }} |