Anonymous

συναγωνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
39
(T22)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=1st aorist [[middle]] infinitive συναγωνίσασθαί; from [[Thucydides]] and [[Xenophon]] [[down]]; to [[strive]] [[together]] [[with]] [[one]], to [[help]] [[one]] in [[striving]]: τίνι ἐν τάς προσευχαῖς, in prayers, i. e. to [[offer]] [[intense]] prayers [[with]] [[one]], ἀγωνιζόμενος in Lightfoot's [[note]])).
|txtha=1st aorist [[middle]] infinitive συναγωνίσασθαί; from [[Thucydides]] and [[Xenophon]] [[down]]; to [[strive]] [[together]] [[with]] [[one]], to [[help]] [[one]] in [[striving]]: τίνι ἐν τάς προσευχαῖς, in prayers, i. e. to [[offer]] [[intense]] prayers [[with]] [[one]], ἀγωνιζόμενος in Lightfoot's [[note]])).
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυναγωνίζομαι Α<br /><b>1.</b> [[αγωνίζομαι]] [[μαζί]] με κάποιον ως [[σύμμαχος]] ή [[βοηθός]] («τοῑς θεοῑς συνηγωνίσατο τὸν τοὺς [[γίγαντας]] πόλεμον», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αμιλλώμαι]] με κάποιον για την [[επιδίωξη]] κοινού ή παρεμφερούς σκοπού (α. «οι αθλητές θα συναγωνιστούν για την [[κατάκτηση]] του μεταλλίου» β. «τίς γὰρ οὐκ ἂν συναγωνίσαιτο ἔτι τῇ μεγαλοψυχίᾳ τοῡ ἀνδρός;», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[είμαι]] [[εφάμιλλος]] με κάποιον, έχω την [[ίδια]] [[απόδοση]] με άλλον («αυτός [[παιδί]] μου συναγωνίζεται τους [[μαιτρ]] του είδους»)<br /><b>2.</b> βρίσκομαι σε ανταγωνισμό, [[ανταγωνίζομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βοηθώ]] («[[ὥσπερ]] δὲ Ἀθηναίους εἵλεσθε, τούτους ξυναγωνίζεσθε, καὶ μὴ προφέρετε τὴν [[τότε]] γενομένην ξυνωμοσίαν ὡς χρὴ ἀπ' αὐτῆς νῡν σώζεσθαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποστηρίζω]] («οὐδεὶς ἐστὶν [[ὅστις]] ἐμοὶ τῶν λεγόντων συναγωνίζεται», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνηγορώ]]<br /><b>4.</b> [[μάχομαι]] από το ίδιο [[μέρος]]<br /><b>5.</b> (για τον χορό του δράματος) [[αγωνίζομαι]] με τους υποκριτές, [[παίρνω]] [[μέρος]] στη [[δράση]].
}}
}}