Anonymous

συμπροπέμπω: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=escorter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]].
|btext=escorter ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[προπέμπω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[προπέμπω]]<br /><b>1.</b> [[προπέμπω]] κι εγώ, [[κατευοδώνω]] κάποιον [[μαζί]] με τους άλλους<br /><b>2.</b> [[μετέχω]] σε νεκρική [[πομπή]]<br /><b>3.</b> [[συνοδεύω]] κι εγώ («ἐδεήθησαν δὲ καὶ τῶν Μεγαρέων ναυσὶ σφᾱς ξυμπροπέμψαι», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>4.</b> [[στέλνω]] [[μαζί]] εκ τών προτέρων («τοῡ Πατρὸς... ἀποστέλλοντος τὸν υἱὸν συναποστέλλει καὶ συμπροπέμπει τὸ ἅγιον πνεῡμα... ἐν καιρῷ ὑπισχνούμενον καταβῆναι πρὸς τὸν [[υἱόν]]», Ωριγ.).
}}
}}