Anonymous

συμπότης: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />convive.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίνω]].
|btext=ου (ὁ) :<br />convive.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[συμπότρια]] και [[συμπότις]], ΝΜΑ<br />αυτός που πίνει [[συντροφιά]] με άλλον, αυτός που μετέχει σε [[συμπόσιο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>πο</i>- του [[πίνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>οἰνο</i>-[[πότης]].
}}
}}