Anonymous

συναλλαγή: Difference between revisions

From LSJ
39
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />échange de relations, <i>d’où</i><br /><b>1</b> commerce intime, union;<br /><b>2</b> relations d’affaires, <i>particul.</i> conférence, entretien, entretien de réconciliation, tractations en vue d’un accord ; réconciliation, traité de paix;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> activité, action, intervention (de la divinité, d’un événement, <i>etc.</i>) ; rencontre de circonstances, événement, issue, résultat;<br /><b>4</b> rencontre, attaque.<br />'''Étymologie:''' [[συναλλάσσω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />échange de relations, <i>d’où</i><br /><b>1</b> commerce intime, union;<br /><b>2</b> relations d’affaires, <i>particul.</i> conférence, entretien, entretien de réconciliation, tractations en vue d’un accord ; réconciliation, traité de paix;<br /><b>3</b> <i>en gén.</i> activité, action, intervention (de la divinité, d’un événement, <i>etc.</i>) ; rencontre de circonstances, événement, issue, résultat;<br /><b>4</b> rencontre, attaque.<br />'''Étymologie:''' [[συναλλάσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[συναλλάσσω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(οικον.)</b> [[ανταλλαγή]] πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο [[συμφέρον]], η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται [[είδος]] με [[είδος]] και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη [[μεσολάβηση]] χρήματος<br /><b>2.</b> αθέμιτη [[παροχή]] ανταλλαγμάτων για [[πολιτική]] ή άλλου είδους [[υποστήριξη]] («η [[εκλογή]] του έγινε [[αντικείμενο]] συναλλαγής»)<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>οι συναλλαγές</i><br />εμπορικές και, γενικότερα, οικονομικές σχέσεις [[μεταξύ]] προσώπων, επιχειρήσεων, κρατών (α. «εμπορικές συναλλαγές» β. «διεθνείς συναλλαγές»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «πράγματα [[εκτός]] συναλλαγής»<br /><b>(νομ.)</b> πράγματα για τα οποία ο [[νόμος]] δεν επιτρέπει ή επιτρέπει εντελώς περιορισμένες έννομες σχέσεις, όπως [[είναι]] τα πράγματα κοινής χρήσεως<br />β) «[[σποτ]] συναλλαγές»<br /><b>(οικον.)</b> συναλλαγές [[κατά]] τις οποίες ένα [[νόμισμα]] ανταλλάσσεται [[κατευθείαν]] με ένα [[άλλο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συνδιαλλαγή]], [[συμφιλίωση]] («ἡμῑν δὲ [[καλῶς]], [[εἴπερ]] [[ποτέ]], ἔχει ἀμφοτέροις ἡ ξυναλλαγή», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>2.</b> αμοιβαία [[σχέση]] (α. «ἔν τε συμφοραῑς βίου ἔν τε δαιμόνων συναλλαγαῑς», <b>Σοφ.</b><br />β. «τῆς κατὰ γάμον συναλλαγῆς», Κλήμ. Αλ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[τιμή]] τών εμπορικών συναλλαγών, το [[συνάλλαγμα]]<br /><b>2.</b> εμπορική [[συμφωνία]], [[συμβόλαιο]]<br /><b>3.</b> [[επέμβαση]], [[συνεργία]] («δόλοισιν ἢ νόσου ξυναλλαγῇ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>4.</b> το [[αποτέλεσμα]] μιας επέμβασης («[[ποίας]] φανείσης... συναλλαγῆς», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> [[συγγένεια]] ύλης<br /><b>6.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ συναλλαγαί</i><br />[[συνθήκη]] ειρήνης<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «λόγων [[συναλλαγή]]» — οι αμοιβαίες εξηγήσεις με σκοπό τη [[συμφιλίωση]].
}}
}}