Anonymous

συνδρομή: Difference between revisions

From LSJ
39
(T22)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=συνδρομης, ἡ ([[συντρέχω]]), a [[running]] [[together]], [[concourse]], [[especially]] [[hostile]] or [[riotous]]: [[Aristotle]], rhetor. 3,10, p. 1411a, 29; [[Polybius]], Diodorus, others; 3 Maccabees 3:8.)  
|txtha=συνδρομης, ἡ ([[συντρέχω]]), a [[running]] [[together]], [[concourse]], [[especially]] [[hostile]] or [[riotous]]: [[Aristotle]], rhetor. 3,10, p. 1411a, 29; [[Polybius]], Diodorus, others; 3 Maccabees 3:8.)  
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[συρροή]], [[συσσώρευση]] (α. «[[συνδρομή]] δυσμενών συγκυριών» β. «ἐφάνη [[συνδρομή]] τις ἀγαθῶν», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[άθροισμα]] συμπτωμάτων, [[σύνδρομο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιοδική χρηματική [[συνεισφορά]] που καταβάλλεται από κάποιον με σκοπό την [[ενίσχυση]] ενός έργου ή ως [[τίμημα]] δικαιώματος συμμετοχής σε [[κάτι]] ή και ως [[αντάλλαγμα]] αντιπαροχής («[[συνδρομή]] για την [[αποπεράτωση]] ναού»)<br /><b>2.</b> (ειδικά) α) [[εισφορά]] χρημάτων που καταβάλλεται [[κατά]] διαστήματα για τους σκοπούς μιας οργάνωσης από τα [[μέλη]] της («[[συνδρομή]] τών μελών του [[κόμματος]]»)<br />β) [[τακτική]] [[καταβολή]] χρημάτων σε περιοδικό έντυπο που παρέχει στον συνδρομητή τη [[δυνατότητα]] [[αλλά]] και το [[δικαίωμα]] να το προμηθεύεται [[κατά]] [[προτεραιότητα]], μέσω ταχυδρομείου στην [[κατοικία]] του, και, [[συχνά]], με [[έκπτωση]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> (γενικά) χρηματική [[παροχή]] για [[βοήθεια]], [[ελεημοσύνη]] («η [[συνδρομή]] τών εύπορων πολιτών για τους φτωχούς και αδύνατους»)<br /><b>2.</b> [[αρωγή]], [[βοήθεια]] ή και [[συνεργασία]] («[[χωρίς]] τη [[συνδρομή]] σου δεν θα κατάφερνα [[τίποτα]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>εκκλ.</b> η ενιαία [[φύση]] του Ιησού Χριστού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θορυβώδης]] [[συνάθροιση]] πλήθους ανθρώπων<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> α) [[συστολή]] μυός<br />β) [[ακροβυστία]]<br />γ) ([[κατά]] τον Ιπποκρ.) το [[σύνδρομο]]<br /><b>3.</b> [[συνδυασμός]], [[ένωση]]<br /><b>4.</b> <b>(ρητ.)</b> προσωρινή [[παραδοχή]] του επιχειρήματος του αντιπάλου ή, κατ' άλλους, [[συνεννόηση]] που σκοπό έχει τη [[βλάβη]] ενός τρίτου, [[συνωμοσία]]<br /><b>5.</b> [[συμπέρασμα]]<br /><b>6.</b> σαρκική [[επαφή]], [[συνουσία]]<br /><b>7.</b> βίαιη [[προσβολή]], [[επίθεση]]<br /><b>8.</b> έντονη [[προσπάθεια]]<br /><b>9.</b> <b>φρ.</b> «ἀπὸ συνδρομῆς» — με θόρυβο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[δρομή]] «[[τρέξιμο]]» (<span style="color: red;"><</span> [[δραμεῖν]], απαρμφ. αορ. β' του ρ. [[τρέχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>παρα</i>-[[δρομή]]. Η λ. αποτελεί εκφραστικό της ρηματ. ενέργειας του ρ. [[συντρέχω]].
}}
}}