Anonymous

συνέλευστος: Difference between revisions

From LSJ
39
(6_14)
 
(39)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνέλευστος''': ὁ, ἡ, ὁ συνερχόμενος ἢ συνελθών, ἀλλ’ ἴδε συνελευστικὸς ἐν τέλει.
|lstext='''συνέλευστος''': ὁ, ἡ, ὁ συνερχόμενος ἢ συνελθών, ἀλλ’ ἴδε συνελευστικὸς ἐν τέλει.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ἡ, Α<br />[[συνελευστικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>έλευστος</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελευσ</i>- του μέλλ. [[ἐλεύσομαι]] του ρ. [[ἐλεύθω]] «[[έρχομαι]]»)].
}}
}}