Anonymous

συνεκφύομαι: Difference between revisions

From LSJ
39
(6_20)
(39)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεκφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐκφύομαι, γεννῶμαι [[ὁμοῦ]], Φιλόστρ. 852.
|lstext='''συνεκφύομαι''': Παθ., μετ’ ἀορ. β΄ ἐνεργ., ἐκφύομαι, γεννῶμαι [[ὁμοῦ]], Φιλόστρ. 852.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> γεννιέμαι [[μαζί]] («τὰ ὅπλα συνεκφῡναι οἱ», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> έχω την [[ίδια]] [[καταγωγή]] με κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐκφύομαι</i> «[[φυτρώνω]], γεννιέμαι»].
}}
}}