3,277,119
edits
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στύπος''': [ῠ], -εος, τό, [[στέλεχος]], [[κορμός]], [[πρέμνον]], Λατ. stipes, στιβαρὸν στ. ἀμπέλου Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1117· δρύϊνον Πολύβ. 22. 10, 4. - [[ὡσαύτως]] = [[κύτος]]· ὅλμου στ. Νικ. Θηρ. 952, Ἀλεξιφ. 70, Ἡσύχ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. stûp-as (camulus)· Λατ. stip-a, stup-eo, stip-es· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΥΦ, ἴδε ἐν λ. στυφελός). | |lstext='''στύπος''': [ῠ], -εος, τό, [[στέλεχος]], [[κορμός]], [[πρέμνον]], Λατ. stipes, στιβαρὸν στ. ἀμπέλου Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1117· δρύϊνον Πολύβ. 22. 10, 4. - [[ὡσαύτως]] = [[κύτος]]· ὅλμου στ. Νικ. Θηρ. 952, Ἀλεξιφ. 70, Ἡσύχ. (Ἐκ τῆς √ΣΤΥΠ, πρβλ. Σανσκρ. stûp-as (camulus)· Λατ. stip-a, stup-eo, stip-es· πιθανῶς συγγεν. τῇ √ΣΤΥΦ, ἴδε ἐν λ. στυφελός). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΑ, και τ. γεν. -ους και ασυναίρ. τ. -εος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]] [[κορμός]] δέντρου, που μοιάζει ως [[προς]] το [[σχήμα]] με στύλο ο [[οποίος]] έχει στην [[κορυφή]] του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο [[κορμός]] του φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σιδερένιος]] ή [[ξύλινος]] [[βραχίονας]] στερεωμένος [[κάθετα]] ως [[προς]] το επίπεδο που ορίζουν ο [[κορμός]] και οι όνυχες της άγκυρας δίνοντας [[έτσι]] τη [[δυνατότητα]] στον έναν από αυτούς να βυθιστεί στον αμμώδη βυθό ή να εμπλακεί στους βράχους και να συγκρατεί το [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> το [[τμήμα]] του θαλλού τών φαιοφυκών της τάξης [[λαμιναριώδη]] το οποίο συνδέει το φυλλοειδές [[τμήμα]], το [[έλασμα]], με το ριζοειδές<br /><b>4.</b> <b>(μυκητ.)</b> το [[στέλεχος]] του μανιταριού που στηρίζει τον πίλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέλεχος]], [[κορμός]] ή [[κούτσουρο]] («στιβαρὸν [[στύπος]] ἀμπέλου», <b>Απόλλ. Ρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στύλος]] [[ξύλινος]]<br /><b>3.</b> [[κοίλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος [[εκφραστικός]] τ., ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>-, η οποία έχει [[διπλή]] σημ. «[[κορμός]], [[κούτσουρο]]» και «[[χτυπώ]], [[κοπανίζω]]» (<b>πρβλ.</b> τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[στυπάζει]]<br /><i>βροντᾷ</i>, <i>ψοφεῖ</i>, <i>ὠθεί</i> και [[στυφᾶν]]<br /><i>βροντᾶν</i>). Η λ. [[στύπος]] μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. <i>st</i><i>ū</i><i>fr</i> «[[κούτσουρο]]», μέσ. γερμ. <i>st</i><i>ū</i><i>ve</i> «[[κούτσουρο]], [[κορμός]]», ενώ, [[τέλος]], και το ρ. [[τύπτω]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>στυπ</i>(<i>π</i>)<i>είο</i>. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΑ, και τ. γεν. -ους και ασυναίρ. τ. -εος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]] [[κορμός]] δέντρου, που μοιάζει ως [[προς]] το [[σχήμα]] με στύλο ο [[οποίος]] έχει στην [[κορυφή]] του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο [[κορμός]] του φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σιδερένιος]] ή [[ξύλινος]] [[βραχίονας]] στερεωμένος [[κάθετα]] ως [[προς]] το επίπεδο που ορίζουν ο [[κορμός]] και οι όνυχες της άγκυρας δίνοντας [[έτσι]] τη [[δυνατότητα]] στον έναν από αυτούς να βυθιστεί στον αμμώδη βυθό ή να εμπλακεί στους βράχους και να συγκρατεί το [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> το [[τμήμα]] του θαλλού τών φαιοφυκών της τάξης [[λαμιναριώδη]] το οποίο συνδέει το φυλλοειδές [[τμήμα]], το [[έλασμα]], με το ριζοειδές<br /><b>4.</b> <b>(μυκητ.)</b> το [[στέλεχος]] του μανιταριού που στηρίζει τον πίλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέλεχος]], [[κορμός]] ή [[κούτσουρο]] («στιβαρὸν [[στύπος]] ἀμπέλου», <b>Απόλλ. Ρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στύλος]] [[ξύλινος]]<br /><b>3.</b> [[κοίλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος [[εκφραστικός]] τ., ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>-, η οποία έχει [[διπλή]] σημ. «[[κορμός]], [[κούτσουρο]]» και «[[χτυπώ]], [[κοπανίζω]]» (<b>πρβλ.</b> τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[στυπάζει]]<br /><i>βροντᾷ</i>, <i>ψοφεῖ</i>, <i>ὠθεί</i> και [[στυφᾶν]]<br /><i>βροντᾶν</i>). Η λ. [[στύπος]] μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. <i>st</i><i>ū</i><i>fr</i> «[[κούτσουρο]]», μέσ. γερμ. <i>st</i><i>ū</i><i>ve</i> «[[κούτσουρο]], [[κορμός]]», ενώ, [[τέλος]], και το ρ. [[τύπτω]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>στυπ</i>(<i>π</i>)<i>είο</i>. | |mltxt=<b>(I)</b><br />το, ΝΑ, και τ. γεν. -ους και ασυναίρ. τ. -εος, Α<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ευθυτενής]] [[κορμός]] δέντρου, που μοιάζει ως [[προς]] το [[σχήμα]] με στύλο ο [[οποίος]] έχει στην [[κορυφή]] του έναν μόνο θύσανο βλαστών, όπως ο [[κορμός]] του φοίνικα ή δενδρόμορφων ειδών φτέρης<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[σιδερένιος]] ή [[ξύλινος]] [[βραχίονας]] στερεωμένος [[κάθετα]] ως [[προς]] το επίπεδο που ορίζουν ο [[κορμός]] και οι όνυχες της άγκυρας δίνοντας [[έτσι]] τη [[δυνατότητα]] στον έναν από αυτούς να βυθιστεί στον αμμώδη βυθό ή να εμπλακεί στους βράχους και να συγκρατεί το [[πλοίο]]<br /><b>3.</b> <b>βοτ.</b> το [[τμήμα]] του θαλλού τών φαιοφυκών της τάξης [[λαμιναριώδη]] το οποίο συνδέει το φυλλοειδές [[τμήμα]], το [[έλασμα]], με το ριζοειδές<br /><b>4.</b> <b>(μυκητ.)</b> το [[στέλεχος]] του μανιταριού που στηρίζει τον πίλο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[στέλεχος]], [[κορμός]] ή [[κούτσουρο]] («στιβαρὸν [[στύπος]] ἀμπέλου», <b>Απόλλ. Ρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[στύλος]] [[ξύλινος]]<br /><b>3.</b> [[κοίλωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος [[εκφραστικός]] τ., ο [[οποίος]] [[πρέπει]] να ανάγεται στη μηδενισμένη [[βαθμίδα]] της ΙΕ ρίζας (<i>s</i>)<i>teup</i>-, η οποία έχει [[διπλή]] σημ. «[[κορμός]], [[κούτσουρο]]» και «[[χτυπώ]], [[κοπανίζω]]» (<b>πρβλ.</b> τους τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[στυπάζει]]<br /><i>βροντᾷ</i>, <i>ψοφεῖ</i>, <i>ὠθεί</i> και [[στυφᾶν]]<br /><i>βροντᾶν</i>). Η λ. [[στύπος]] μπορεί να συνδεθεί με αρχ. νορβ. <i>st</i><i>ū</i><i>fr</i> «[[κούτσουρο]]», μέσ. γερμ. <i>st</i><i>ū</i><i>ve</i> «[[κούτσουρο]], [[κορμός]]», ενώ, [[τέλος]], και το ρ. [[τύπτω]] ανάγεται στην [[ίδια]] [[ρίζα]]].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br /><b>βλ.</b> <i>στυπ</i>(<i>π</i>)<i>είο</i>. | ||
}} | }} |