Anonymous

συγκαλυπτός: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγκαλύπτω]].
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγκαλύπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκαλύπτω]]<br />καλυμμένος από [[παντού]], περιτυλιγμένος.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκαλύπτω]]<br />καλυμμένος από [[παντού]], περιτυλιγμένος.
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συγκαλύπτω]]<br />καλυμμένος από [[παντού]], περιτυλιγμένος.
}}
}}