Anonymous

στυφελιγμός: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />mauvais traitement.<br />'''Étymologie:''' [[στυφελίζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />mauvais traitement.<br />'''Étymologie:''' [[στυφελίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=και [[στυφελισμός]], ὁ, Α [[στυφελίζω]]<br />υβριστική και προσβλητική [[διαγωγή]], ταπεινωτική [[συμπεριφορά]], [[κακομεταχείριση]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στυφελισμός]], ὁ, Α [[στυφελίζω]]<br />υβριστική και προσβλητική [[διαγωγή]], ταπεινωτική [[συμπεριφορά]], [[κακομεταχείριση]].
|mltxt=και [[στυφελισμός]], ὁ, Α [[στυφελίζω]]<br />υβριστική και προσβλητική [[διαγωγή]], ταπεινωτική [[συμπεριφορά]], [[κακομεταχείριση]].
}}
}}