Anonymous

συγκατέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> descendre ensemble;<br /><b>2</b> revenir ensemble (de l’exil).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατέρχομαι]].
|btext=<b>1</b> descendre ensemble;<br /><b>2</b> revenir ensemble (de l’exil).<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κατέρχομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[κατέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες [[περίττωμα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστρέφω]] από την [[εξορία]] [[μαζί]] με κάποιον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br />[[κατέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες [[περίττωμα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστρέφω]] από την [[εξορία]] [[μαζί]] με κάποιον.
|mltxt=ΜΑ<br />[[κατέρχομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως με κάποιον («τὸ συγκατερχόμενον αὐτῷ χολῶδες [[περίττωμα]]», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />[[επιστρέφω]] από την [[εξορία]] [[μαζί]] με κάποιον.
}}
}}