Anonymous

στυφός: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />âcre, acerbe ; astringent.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
|btext=ή, όν :<br />âcre, acerbe ; astringent.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]].
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]].
}}
}}