Anonymous

συμμαθητής: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH συνμαθητης (cf. [[ἀπό]], II. at the [[end]])), συμμαθητου, ὁ, a [[fellow]]-[[disciple]]: [[Plato]], Euthyd., p. 272c.; [[Aesop]] fab. 48). ([[Phrynichus]] says [[that]] [[σύν]] is [[not]] prefixed to [[πολίτης]], [[δημότης]], [[φυλέτης]], and the [[like]], [[but]] [[only]] to those nouns [[which]] [[denote]] an [[association]] [[which]] is [[πρόσκαιρος]] i. e. [[temporary]], as συενφηβος, [[συνθιασώτης]], [[συμπότης]]. The Latin [[also]] observes the [[same]] [[distinction]] and says commilito meus, [[but]] [[not]] concivis, [[but]] civis meus; [[see]] Phryn. ed. Lob., p. 471; (cf. p. 172; Winer's 25).)  
|txtha=(T WH συνμαθητης (cf. [[ἀπό]], II. at the [[end]])), συμμαθητου, ὁ, a [[fellow]]-[[disciple]]: [[Plato]], Euthyd., p. 272c.; [[Aesop]] fab. 48). ([[Phrynichus]] says [[that]] [[σύν]] is [[not]] prefixed to [[πολίτης]], [[δημότης]], [[φυλέτης]], and the [[like]], [[but]] [[only]] to those nouns [[which]] [[denote]] an [[association]] [[which]] is [[πρόσκαιρος]] i. e. [[temporary]], as συενφηβος, [[συνθιασώτης]], [[συμπότης]]. The Latin [[also]] observes the [[same]] [[distinction]] and says commilito meus, [[but]] [[not]] concivis, [[but]] civis meus; [[see]] Phryn. ed. Lob., p. 471; (cf. p. 172; Winer's 25).)  
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ<br />[[φοιτώ]] σε [[σχολείο]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθητεύει [[μαζί]] με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια [[τέχνη]] στον ίδιο δάσκαλο [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αποστόλων ως μαθητών του ίδιου δασκάλου, του Ιησού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαθητής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]])].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ<br />[[φοιτώ]] σε [[σχολείο]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθητεύει [[μαζί]] με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια [[τέχνη]] στον ίδιο δάσκαλο [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αποστόλων ως μαθητών του ίδιου δασκάλου, του Ιησού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαθητής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]])].
|mltxt=ο, θηλ. συμμαθήτρια, ΝΑ<br />[[φοιτώ]] σε [[σχολείο]] [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μαθητεύει [[μαζί]] με άλλον στον ίδιο δάσκαλο, που μαθαίνει μια [[τέχνη]] στον ίδιο δάσκαλο [[μαζί]] με άλλον ή με άλλους<br /><b>2.</b> [[χαρακτηρισμός]] τών αποστόλων ως μαθητών του ίδιου δασκάλου, του Ιησού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαθητής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μανθάνω]])].
}}
}}