Anonymous

συμμολύνω: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμμολύνω''': [ῡ], [[μολύνω]] [[ἐπίσης]], ἐν τῷ παθ., ἵνα μὴ συμμολυνθῇ τῷ Ἀρείῳ Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 722Β.
|lstext='''συμμολύνω''': [ῡ], [[μολύνω]] [[ἐπίσης]], ἐν τῷ παθ., ἵνα μὴ συμμολυνθῇ τῷ Ἀρείῳ Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 722Β.
}}
{{grml
|mltxt=Α [[μολύνω]]<br />[[μολύνω]] από κοινού ή [[μολύνω]] [[επίσης]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=Α [[μολύνω]]<br />[[μολύνω]] από κοινού ή [[μολύνω]] [[επίσης]].
|mltxt=Α [[μολύνω]]<br />[[μολύνω]] από κοινού ή [[μολύνω]] [[επίσης]].
}}
}}