Anonymous

συμπαθητικός: Difference between revisions

From LSJ
39
(39)
(39)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''συμπαθητικός''': -ή, -όν, = [[συμπαθής]], Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 224· τὸ συμπαθ. Ἀθαν. τ. 2, σ. 311, κλπ.
|lstext='''συμπαθητικός''': -ή, -όν, = [[συμπαθής]], Ἀνδρ. [[Κρήτ]]. σ. 224· τὸ συμπαθ. Ἀθαν. τ. 2, σ. 311, κλπ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπαθητικός]], -ή, -όν, ΝΜ, θηλ. και συμπαθητικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συγκεντρώνει τη [[συμπάθεια]], [[συμπαθής]] («συμπαθητική [[κοπέλα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που προκαλεί [[συμπάθεια]], [[ενδιαφέρον]] («συμπαθητικό [[τραγούδι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συμπαθητικό νευρικό [[σύστημα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) [[τμήμα]] του αυτόνομου νευρικού συστήματος, του οποίου οι προγαγγλιακές ίνες εκπορεύονται από τη θωρακική [[μοίρα]] και τα [[τρία]] [[πρώτα]] μυελοτόμια της οσφυϊκής μοίρας του νωτιαίου μυελού<br />β) «συμπαθητική [[μελάνη]]»<br /><b>χημ.</b> [[μελάνη]], [[αφανής]] [[κατά]] τη [[γραφή]], που γίνεται όμως [[εμφανής]] με ορισμένη χημική [[επεξεργασία]]<br />γ) «[[συμπαθητικός]] [[χρωματισμός]]»<br /><b>βιολ.</b> η [[ιδιότητα]] ορισμένων ζώων να προσαρμόζουν τον χρωματισμό τους ανάλογα με το [[περιβάλλον]] στο οποίο ζουν<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κατέχεται από τα [[ίδια]] με κάποιον [[άλλο]] αισθήματα<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπαθητικά</i> / <i>συμπαθητικῶς</i> ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με συμπαθητικό τρόπο, με τρόπο που προξενεί [[συμπάθεια]] («χορεύει πολύ συμπαθητικά»)<br /><b>2.</b> με ερωτικό [[ενδιαφέρον]]<br /><b>μσν.</b><br />με [[συμμετοχή]] στον [[ξένο]] πόνο, στην [[λύπη]] του άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συμπαθῶ</i>. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sympathetic</i>)].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπαθητικός]], -ή, -όν, ΝΜ, θηλ. και συμπαθητικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συγκεντρώνει τη [[συμπάθεια]], [[συμπαθής]] («συμπαθητική [[κοπέλα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που προκαλεί [[συμπάθεια]], [[ενδιαφέρον]] («συμπαθητικό [[τραγούδι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συμπαθητικό νευρικό [[σύστημα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) [[τμήμα]] του αυτόνομου νευρικού συστήματος, του οποίου οι προγαγγλιακές ίνες εκπορεύονται από τη θωρακική [[μοίρα]] και τα [[τρία]] [[πρώτα]] μυελοτόμια της οσφυϊκής μοίρας του νωτιαίου μυελού<br />β) «συμπαθητική [[μελάνη]]»<br /><b>χημ.</b> [[μελάνη]], [[αφανής]] [[κατά]] τη [[γραφή]], που γίνεται όμως [[εμφανής]] με ορισμένη χημική [[επεξεργασία]]<br />γ) «[[συμπαθητικός]] [[χρωματισμός]]»<br /><b>βιολ.</b> η [[ιδιότητα]] ορισμένων ζώων να προσαρμόζουν τον χρωματισμό τους ανάλογα με το [[περιβάλλον]] στο οποίο ζουν<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κατέχεται από τα [[ίδια]] με κάποιον [[άλλο]] αισθήματα<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπαθητικά</i> / <i>συμπαθητικῶς</i> ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με συμπαθητικό τρόπο, με τρόπο που προξενεί [[συμπάθεια]] («χορεύει πολύ συμπαθητικά»)<br /><b>2.</b> με ερωτικό [[ενδιαφέρον]]<br /><b>μσν.</b><br />με [[συμμετοχή]] στον [[ξένο]] πόνο, στην [[λύπη]] του άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συμπαθῶ</i>. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sympathetic</i>)].
|mltxt=-ή, -ό / [[συμπαθητικός]], -ή, -όν, ΝΜ, θηλ. και συμπαθητικιά Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που συγκεντρώνει τη [[συμπάθεια]], [[συμπαθής]] («συμπαθητική [[κοπέλα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που προκαλεί [[συμπάθεια]], [[ενδιαφέρον]] («συμπαθητικό [[τραγούδι]]»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «συμπαθητικό νευρικό [[σύστημα]]»<br />(ανατ.-φυσιολ.) [[τμήμα]] του αυτόνομου νευρικού συστήματος, του οποίου οι προγαγγλιακές ίνες εκπορεύονται από τη θωρακική [[μοίρα]] και τα [[τρία]] [[πρώτα]] μυελοτόμια της οσφυϊκής μοίρας του νωτιαίου μυελού<br />β) «συμπαθητική [[μελάνη]]»<br /><b>χημ.</b> [[μελάνη]], [[αφανής]] [[κατά]] τη [[γραφή]], που γίνεται όμως [[εμφανής]] με ορισμένη χημική [[επεξεργασία]]<br />γ) «[[συμπαθητικός]] [[χρωματισμός]]»<br /><b>βιολ.</b> η [[ιδιότητα]] ορισμένων ζώων να προσαρμόζουν τον χρωματισμό τους ανάλογα με το [[περιβάλλον]] στο οποίο ζουν<br /><b>μσν.</b><br />αυτός που κατέχεται από τα [[ίδια]] με κάποιον [[άλλο]] αισθήματα<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>συμπαθητικά</i> / <i>συμπαθητικῶς</i> ΝΜ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με συμπαθητικό τρόπο, με τρόπο που προξενεί [[συμπάθεια]] («χορεύει πολύ συμπαθητικά»)<br /><b>2.</b> με ερωτικό [[ενδιαφέρον]]<br /><b>μσν.</b><br />με [[συμμετοχή]] στον [[ξένο]] πόνο, στην [[λύπη]] του άλλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συμπαθῶ</i>. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>sympathetic</i>)].
}}
}}